- θρεπτικοῦ
- θρεπτικόςable to feedmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντιβιόγραμμα — Βιολογική μέθοδος για τον καθορισμό της δραστικότητας των αντιβιοτικών φαρμάκων. Ο έλεγχος αυτός είναι απαραίτητος, επειδή έχει αποδειχτεί ότι ορισμένα αντιβιοτικά προσφέρονται περισσότερο από άλλα για την αναστολή της ανάπτυξης του στελέχους… … Dictionary of Greek
γηριατρική — Ιατρική ειδικότητα που μελετά τους παράγοντες του οργανισμού οι οποίοι προκαλούν τη γήρανση και προτείνει τρόπους για την επιβράδυνση της εμφάνισης του γήρατος και την αντιμετώπιση των ασθενειών κατά την τρίτη ηλικία. Ο Α. Καρέλ κατόρθωσε να… … Dictionary of Greek
κορμόφυτα — Συστηματικό άθροισμα, που περιλαμβάνει τα ανώτερα φυτά των οποίων το φυτικό σώμα συγκροτείται από γνήσιους ιστούς και ονομάζεται κορμός (βλ. λ.). Ο κορμός αποτελείται από διαφοροποιημένα μέρη: τη ρίζα (ή ριζικό σύστημα), τον βλαστό και τα φύλλα.… … Dictionary of Greek
μικρόβιο — Μονοκύτταρος μικροοργανισμός ο οποίος ανήκει κυρίως στο φυτικό βασίλειο. Αναφέρεται και με τους όρους βακτηρίδιο, βάκιλλος ή σχιζομύκητας. Είχε μείνει άγνωστο, εξαιτίας του μικρού μεγέθους του, ώσπου η χρήση του μικροσκοπίου επέτρεψε την… … Dictionary of Greek
σταφυλόκοκκος — Μικρόκοκκος απειροελάχιστων διαστάσεων (1 μικρό κατά μέσο όρο), που εμφανίζεται με το μικροσκόπιο σαν τσαμπί από σταφύλια. Καμιά φορά εμφανίζεται μεμονωμένος, συνήθως όμως με τη μορφή διπλό κοκκου (μέσα σε υγρό θρεπτικού υλικού) ή σωρού (μέσα σε… … Dictionary of Greek
τροφιμότης — ητος, ἡ, Μ [τρόφιμος] η ιδιότητα τού τροφίμου, τού θρεπτικού, θρεπτικότητα … Dictionary of Greek
αντιβιοτικά — Οργανικέςουσίες που παράγονται από μικροοργανισμούς (μύκητες, ακτινομύκητες, σχιζομύκητες) ικανές να εμποδίζουν την ανάπτυξη των διαφόρων μικροβίων ή ακόμα και να τα σκοτώνουν. Τα α. είναι τυπικά προϊόντα δευτερογενών και μικρών μονοπατιών… … Dictionary of Greek
ευφαυσεώδη — (euphausiacea). Τάξη ανώτερων καρκινοειδών, με μήκος σώματος 5 96 χιλιοστά. Εξωτερικά μοιάζουν με τις γαρίδες, μόνο που έχουν βράγχια στις βάσεις των ποδιών του θώρακα. Έχουν μάτια βελονοειδή. Στα μάτια, στον θώρακα και στα πόδια υπάρχουν όργανα… … Dictionary of Greek
θρεπτικότητα — η ιδιότητα του θρεπτικού: Πολλών τροφών αμφισβητείται η θρεπτικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φακή — η 1. είδος θρεπτικού όσπριου της οικογένειας Ψυχανθή. 2. ο καρπός αυτού του όσπριου. 3. φαγητό με αυτό το όσπριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)